ἀλλοτύπωτος

ἀλλοτύπωτος
ἀλλο-τύπωτος, ον,
A differently formed, Man.4.75.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλλοτύπωτος — ἀλλοτύπωτος, ον (Α) ο σχηματισμένος διαφορετικά, αυτός που έχει πάρει άλλη μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + τυπωτός < τυπῶ) (όω)] …   Dictionary of Greek

  • ἀλλοτυπώτων — ἀλλοτύπωτος differently formed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”